ἔξωρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἔξωρος τὸ ἔξωρον οἱ, αἱ ἔξωροι τὰ ἔξωρα
Γενική τοῦ, τῆς ἐξώρου τοῦ ἐξώρου τῶν ἐξώρων τῶν ἐξώρων
Δοτική τῷ, τῇ ἐξώρῳ τῷ ἐξώρῳ τοῖς, ταῖς ἐξώροις τοῖς ἐξώροις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἔξωρον τὸ ἔξωρον τοὺς, τὰς ἐξώρους τὰ ἔξωρα
Κλητική ἔξωρε ἔξωρον ἔξωροι ἔξωρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐξώρω
Γενική-Δοτική ἐξώροιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔξωρος < ἔξω + ὥρα

Επίθετο[επεξεργασία]

ἔξωρος, -ος, -ον

  1. αταίριαστος, παράκαιρος
  2. μεγάλος σε ηλικία

Συγγενικά[επεξεργασία]