ἔρυμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔρυμᾰ τὰ ἐρύμᾰτ
      γενική τοῦ ἐρύμᾰτος τῶν ἐρυμᾰ́των
      δοτική τῷ ἐρύμᾰτ τοῖς ἐρύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἔρυμᾰ τὰ ἐρύμᾰτ
     κλητική ! ἔρυμᾰ ἐρύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐρύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐρυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔρυμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἔρυμα ουδέτερο

  1. φρούριο, κάστρο, οχύρωμα
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 467 (466-467)
    ἀλλὰ δῆτ᾽ ἰὼν | πρὸς ἔρυμα Τρώων,
    Ή να χυθώ στων Τρώων | τα κάστρα απάνου,
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 55.3
    ἐν τούτῳ δὲ ὁ Πεδάριτος αὐτός τε καὶ τὸ περὶ αὑτὸν ἐπικουρικὸν ἔχων καὶ τοὺς Χίους πανστρατιᾷ προσβαλὼν τῶν Ἀθηναίων τῷ περὶ τὰς ναῦς ἐρύματι αἱρεῖ τέ τι αὐτοῦ καὶ νεῶν τινῶν ἀνειλκυσμένων ἐκράτησεν·
    Στο μεταξύ ο Πεδάριτος με τους μισθοφόρους του και ολόκληρο τον στρατό των Χίων, έκανε επίθεση στο περιτείχισμα των Αθηναίων που προστάτευε τα καράβια, κυρίεψε ένα μέρος του, καθώς και μερικά καράβια που ήσαν στην στεριά,
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. (για τον Άρειο Πάγο) προστασία δικαιωμάτων, ασφάλεια, εγγύηση
  3. πανοπλία
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 137 (στίχοι 136-138)
    καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο | μίτρης θ᾽, ἣν ἐφόρει ἔρυμα χροός, ἕρκος ἀκόντων, | ἥ οἱ πλεῖστον ἔρυτο·
    και μες στον λαμπρόν θώρακα προχώρησ᾽ ως την πλάκα | οπού στα βέλη αντίφραγμα στο σώμα του εφορούσε | κι εξόχως τον προφύλαξεν,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  4. άμυνα, η προστασία που προσφέρει το τείχος
  5. κάθε μέσο που προστατεύει από επιβουλή, παραβίαση
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 597 (595-597)
    σῶσαι θέλων | σέ, καὶ τέκνοισι τοῖς ἐμοῖς ὁμοσπόρους | φῦσαι τυράννους παῖδας, ἔρυμα δώμασιν.
    για να σώσω | εσένα και να χαρίσω στα παιδιά μου βασιλικούς αδελφούς, | που θα βλαστήσουν απ᾽ την ίδια ρίζα και θα ᾽ναι ασπίδα για το σπίτι.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε και τις λέξεις ἐρύω και ἐρύομαι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]