ἔρχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔρχομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ἔρχομαι

  1. έρχομαι ή πηγαίνω
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι , 947-948
    εἴθ᾽, ὦ θεοί, λάβοιμι τὴν καλὴν μόνην, | ἐφ᾽ ἣν πεπωκὼς ἔρχομαι πάλαι ποθῶν.
    Βόηθα, θε μου, να τηνε βρω μονάχη τη μικρούλα. | Γι᾽ αυτήνε τα ᾽πια κι ήρθα, από καιρόν πολύν τη λαχταρώ.
    Μετάφραση (1970), Κώστας Βάρναλης @greek-language.gr
  2. πηγαίνω πίσω, επιστρέφω
  3. ταξιδεύω
  4. ( ως βοηθητικό ρήμα) πρόκειται να πω, σκοπεύω να μιλήσω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 99.1
    Μέχρι μὲν τούτου ὄψις τε ἐμὴ καὶ γνώμη καὶ ἱστορίη ταῦτα λέγουσά ἐστι, τὸ δὲ ἀπὸ τοῦδε Αἰγυπτίους ἔρχομαι λόγους ἐρέων κατὰ τὰ ἤκουον·
    Όσα είπα ώς εδώ, είτε τα είδα μόνος μου, είτε τα έκρινα έτσι, είτε προέρχονται από την έρευνά μου· από εδώ και πέρα όμως πρόκειται να αναφέρω τα αιγυπτιακά χρονικά, όπως τα άκουσα·
    Μετάφραση (1992): Λ. Ζενάκος @greek-language.gr
  5. (εμφατικά αντί του ρήματος με διά + γενική)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]