ἔσχατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: έσχατος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἔσχατος ἐσχάτη
ἔσχατος
τὸ ἔσχατον
      γενική τοῦ ἐσχάτου τῆς ἐσχάτης
ἐσχάτου
τοῦ ἐσχάτου
      δοτική τῷ ἐσχάτ τῇ ἐσχάτ
ἐσχάτ
τῷ ἐσχάτ
    αιτιατική τὸν ἔσχατον τὴν ἐσχάτην
ἔσχατον
τὸ ἔσχατον
     κλητική ! ἔσχατε ἐσχάτη
ἔσχατε
ἔσχατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἔσχατοι αἱ ἔσχαται
ἔσχατοι
τὰ ἔσχατ
      γενική τῶν ἐσχάτων τῶν ἐσχάτων
ἐσχάτων
τῶν ἐσχάτων
      δοτική τοῖς ἐσχάτοις ταῖς ἐσχάταις
ἐσχάτοις
τοῖς ἐσχάτοις
    αιτιατική τοὺς ἐσχάτους τὰς ἐσχάτᾱς
ἐσχάτους
τὰ ἔσχατ
     κλητική ! ἔσχατοι ἔσχαται
ἔσχατοι
ἔσχατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐσχάτω τὼ ἐσχάτ
ἐσχάτω
τὼ ἐσχάτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐσχάτοιν τοῖν ἐσχάταιν
ἐσχάτοιν
τοῖν ἐσχάτοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἔσχατος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἔσχατος, -η, -ον (και -ος, -ος, -ον), συγκριτικός: ἐσχατώτερος, υπερθετικός:  ἐσχατώτατος

  1. (για τόπο) ο πιο μακρινός, απώτατος, τελευταίος
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 1100
    δράκοντα μήλων φύλακ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτοις τόποις.
    και το δράκοντα που φύλαε τα χρυσά τα μήλα πέρα στα πέρατα της γης·
    Μετάφραση (2015): Ι.Ν. Γρυπάρης @greek‑language.gr
  2. ανώτερος, υψηλότερος, δεσπόζων
  3. κατώτατος, βαθύτατος
  4. τελευταίος, έσχατος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Ἴωνw, 535e
    Οἶσθα οὖν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ θεατὴς τῶν δακτυλίων ὁ ἔσχατος,
    Βλέπεις λοιπόν ότι ο θεατής είναι το τελευταίο από τα δαχτυλίδια
    Μετάφραση (2002): Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές. @greek‑language.gr
  5. (για βαθμό) ανώτατος, ύψιστος
  6. (για βάσανα, πάθη, πόνους) υπέρτατος, ύψιστος, χείριστος, ο πιο δυσάρεστος
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου δ′, 15
    τούτων μὲν ἐπιθυμεῖν καὶ ὑπὲρ τοῦ ταῦτα λαβεῖν καὶ πόνους καὶ χειμῶνας καὶ τοὺς ἐσχάτους κινδύνους ὑπομένειν,
    και ότι, προκειμένου να αποκτήσει αυτά, υπομένει κόπους και κακουχίες και διατρέχει τους έσχατους κινδύνους,
    Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  7. (για χρόνο) τελευταίος, έσχατος
    ※  5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Ἀνδρομάχη, 1081-1082
    ὦ μοῖρα, γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν | οἵα με τὸν δύστηνον ἀμφιβᾶσ᾽ ἔχεις.
    Ω μοίρα, τώρα στα στερνά μου γηρατειά | πόσο σκληρά με πολεμάς, τον δύστυχο.
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής @greek‑language.gr
  8. (για άνθρωπο) κατώτερος, ο πιο τιποτένιος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  1. ἐπ' ἐσχάτῳ: στο τέλος
  2. ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα: από το ένα άκρο στο άλλο
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 100.1
    καὶ διεξελαύνων ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἓν ἕκαστον ἐπυνθάνετο, καὶ ἀπέγραφον οἱ γραμματισταί, ἕως ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῦ πεζοῦ.
    και περνώντας ανεβασμένος σε άρμα μπροστά απ᾽ τα διάφορα έθνη, ρωτούσε κι έπαιρνε πληροφορίες κι οι γραμματικοί του κατέγραφαν τις απαντήσεις, ωσότου έφτασε απ᾽ το ένα άκρο στο άλλο και του ιππικού και του πεζικού.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  3. ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας: πάνω από το τελευταίο παρακλάδι της γενιάς
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 599-600
    νῦν γὰρ ἐσχάτας ὑπὲρ | ῥίζας ἐτέτατο φάος ἐν Οἰδίπου δόμοις·
    Νά τώρα, ότι που σηκώθηκε ένα φως πάνω | απ᾽ την τελευταία ρίζα στο σπίτι του Οιδίπου,
    Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
  4. ἔσχατοι ἀνδρῶν: οι Αιθίοπες
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 23
    Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν
    οι Αιθίοπες στις δύο άκρες του κόσμου μοιρασμένοι·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  5. ἔσχατοι ἄλλων: οι Θράκες, που ήταν οι τελευταίοι στις τάξεις των Τρώων
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 434
    Θρήϊκες οἵδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες, ἔσχατοι ἄλλων·.
    ιδού οι Θράκες νιόφερτοι και ανάμερα στην άκρην ύστεροι απ᾽ όλους
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  6. ἐς τὸ ἔσχατον: μέχρι τέλους, τελευταία
  7. εἰς τὸ ἔσχατον ή εἰς τὰ ἔσχατα: πάρα πολύ
  8. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἔσχατον:
    1. για τελευταία φορά
    2. τελικά
  9. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ ἔσχατον (:το πιο ακραίο σημείο, το ακρότατο όριο) ή τὰ ἔσχατα (: τα άκρα, τα πέρατα)
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 25.1
    ἐς τὰ ἔσχατα γῆς ἔμελλε στρατεύεσθαι·
    επρόκειτο να εκστρατεύσει στην άλλη άκρη του κόσμου·
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (στον Αριστοτέλη) τὰ ἔσχατα: τα τελευταία των κατώτερων υποδιαιρέσεων, τα είδη, τα άτομα
  11. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔσχατοι:
    1. οι εθνικοί
    2. οι άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους αγγέλους
  12. (στη λογική) ἔσχατος ὅρος: ο τελευταίος όρος, ο ελάσσων όρος
  13. τάξις ἐσχάτη: το πιο απομακρυσμένο μέρος του στρατού
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Αἴας, 3-4
    καὶ νῦν ἐπὶ σκηναῖς σε ναυτικαῖς ὁρῶ | Αἴαντος, ἔνθα τάξιν ἐσχάτην ἔχει,
    Όπως και τώρα από ώρα σε κοιτώ στις ναυτικές σκηνές | του Αίαντα να γυροφέρνεις, πέρα στην άλλη άκρη της παράταξης,
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr

Παροιμίες

[επεξεργασία]