ἔσχατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἔσχατος | ἡ | ἐσχάτη & ἔσχατος |
τὸ | ἔσχατον |
γενική | τοῦ | ἐσχάτου | τῆς | ἐσχάτης & ἐσχάτου |
τοῦ | ἐσχάτου |
δοτική | τῷ | ἐσχάτῳ | τῇ | ἐσχάτῃ & ἐσχάτῳ |
τῷ | ἐσχάτῳ |
αιτιατική | τὸν | ἔσχατον | τὴν | ἐσχάτην & ἔσχατον |
τὸ | ἔσχατον |
κλητική ὦ! | ἔσχατε | ἐσχάτη & ἔσχατε |
ἔσχατον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἔσχατοι | αἱ | ἔσχαται & ἔσχατοι |
τὰ | ἔσχατᾰ |
γενική | τῶν | ἐσχάτων | τῶν | ἐσχάτων & ἐσχάτων |
τῶν | ἐσχάτων |
δοτική | τοῖς | ἐσχάτοις | ταῖς | ἐσχάταις & ἐσχάτοις |
τοῖς | ἐσχάτοις |
αιτιατική | τοὺς | ἐσχάτους | τὰς | ἐσχάτᾱς & ἐσχάτους |
τὰ | ἔσχατᾰ |
κλητική ὦ! | ἔσχατοι | ἔσχαται & ἔσχατοι |
ἔσχατᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐσχάτω | τὼ | ἐσχάτᾱ & ἐσχάτω |
τὼ | ἐσχάτω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἐσχάτοιν | τοῖν | ἐσχάταιν & ἐσχάτοιν |
τοῖν | ἐσχάτοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἔσχατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]ἔσχατος, -η, -ον (και -ος, -ος, -ον), συγκριτικός : ἐσχατώτερος, υπερθετικός : ἐσχατώτατος
- (για τόπο) ο πιο μακρινός, απώτατος, τελευταίος
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 1100
- δράκοντα μήλων φύλακ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτοις τόποις.
- και το δράκοντα που φύλαε τα χρυσά τα μήλα πέρα στα πέρατα της γης·
- Μετάφραση (2015): Ι.Ν. Γρυπάρης @greek‑language.gr
- δράκοντα μήλων φύλακ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτοις τόποις.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 1100
- ανώτερος, υψηλότερος, δεσπόζων
- κατώτατος, βαθύτατος
- τελευταίος, έσχατος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Ἴωνw, 535e
- Οἶσθα οὖν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ θεατὴς τῶν δακτυλίων ὁ ἔσχατος,
- Βλέπεις λοιπόν ότι ο θεατής είναι το τελευταίο από τα δαχτυλίδια
- Μετάφραση (2002): Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές. @greek‑language.gr
- Οἶσθα οὖν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ θεατὴς τῶν δακτυλίων ὁ ἔσχατος,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Ἴωνw, 535e
- (για βαθμό) ανώτατος, ύψιστος
- (για βάσανα, πάθη, πόνους) υπέρτατος, ύψιστος, χείριστος, ο πιο δυσάρεστος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου δ′, 15
- τούτων μὲν ἐπιθυμεῖν καὶ ὑπὲρ τοῦ ταῦτα λαβεῖν καὶ πόνους καὶ χειμῶνας καὶ τοὺς ἐσχάτους κινδύνους ὑπομένειν,
- και ότι, προκειμένου να αποκτήσει αυτά, υπομένει κόπους και κακουχίες και διατρέχει τους έσχατους κινδύνους,
- Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τούτων μὲν ἐπιθυμεῖν καὶ ὑπὲρ τοῦ ταῦτα λαβεῖν καὶ πόνους καὶ χειμῶνας καὶ τοὺς ἐσχάτους κινδύνους ὑπομένειν,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου δ′, 15
- (για χρόνο) τελευταίος, έσχατος
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἀνδρομάχη, 1081-1082
- ὦ μοῖρα, γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν | οἵα με τὸν δύστηνον ἀμφιβᾶσ᾽ ἔχεις.
- Ω μοίρα, τώρα στα στερνά μου γηρατειά | πόσο σκληρά με πολεμάς, τον δύστυχο.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής @greek‑language.gr
- ὦ μοῖρα, γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν | οἵα με τὸν δύστηνον ἀμφιβᾶσ᾽ ἔχεις.
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘ Ευριπίδης, Ἀνδρομάχη, 1081-1082
- (για άνθρωπο) κατώτερος, ο πιο τιποτένιος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ἐπ' ἐσχάτῳ: στο τέλος
- ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα: από το ένα άκρο στο άλλο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 100.1
- καὶ διεξελαύνων ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἓν ἕκαστον ἐπυνθάνετο, καὶ ἀπέγραφον οἱ γραμματισταί, ἕως ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῦ πεζοῦ.
- και περνώντας ανεβασμένος σε άρμα μπροστά απ᾽ τα διάφορα έθνη, ρωτούσε κι έπαιρνε πληροφορίες κι οι γραμματικοί του κατέγραφαν τις απαντήσεις, ωσότου έφτασε απ᾽ το ένα άκρο στο άλλο και του ιππικού και του πεζικού.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ διεξελαύνων ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἓν ἕκαστον ἐπυνθάνετο, καὶ ἀπέγραφον οἱ γραμματισταί, ἕως ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῦ πεζοῦ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 100.1
- ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας: πάνω από το τελευταίο παρακλάδι της γενιάς
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 599-600
- νῦν γὰρ ἐσχάτας ὑπὲρ | ῥίζας ἐτέτατο φάος ἐν Οἰδίπου δόμοις·
- Νά τώρα, ότι που σηκώθηκε ένα φως πάνω | απ᾽ την τελευταία ρίζα στο σπίτι του Οιδίπου,
- Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
- νῦν γὰρ ἐσχάτας ὑπὲρ | ῥίζας ἐτέτατο φάος ἐν Οἰδίπου δόμοις·
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Ἀντιγόνη, 599-600
- ἔσχατοι ἀνδρῶν: οι Αιθίοπες
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 23
- Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν
- οι Αιθίοπες στις δύο άκρες του κόσμου μοιρασμένοι·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Αἰθίοπας, τοὶ διχθὰ δεδαίαται, ἔσχατοι ἀνδρῶν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 23
- ἔσχατοι ἄλλων: οι Θράκες, που ήταν οι τελευταίοι στις τάξεις των Τρώων
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 434
- Θρήϊκες οἵδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες, ἔσχατοι ἄλλων·.
- ιδού οι Θράκες νιόφερτοι και ανάμερα στην άκρην ύστεροι απ᾽ όλους
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Θρήϊκες οἵδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες, ἔσχατοι ἄλλων·.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 434
- ἐς τὸ ἔσχατον: μέχρι τέλους, τελευταία
- εἰς τὸ ἔσχατον ή εἰς τὰ ἔσχατα: πάρα πολύ
- (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἔσχατον:
- (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ ἔσχατον (:το πιο ακραίο σημείο, το ακρότατο όριο) ή τὰ ἔσχατα (: τα άκρα, τα πέρατα)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 25.1
- ἐς τὰ ἔσχατα γῆς ἔμελλε στρατεύεσθαι·
- επρόκειτο να εκστρατεύσει στην άλλη άκρη του κόσμου·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐς τὰ ἔσχατα γῆς ἔμελλε στρατεύεσθαι·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 25.1
- (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (στον Αριστοτέλη) τὰ ἔσχατα: τα τελευταία των κατώτερων υποδιαιρέσεων, τα είδη, τα άτομα
- (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔσχατοι:
- οι εθνικοί
- οι άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους αγγέλους
- (στη λογική) ὁ ἔσχατος ὅρος: ο τελευταίος όρος, ο ελάσσων όρος
- τάξις ἐσχάτη: το πιο απομακρυσμένο μέρος του στρατού
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 3-4
- καὶ νῦν ἐπὶ σκηναῖς σε ναυτικαῖς ὁρῶ | Αἴαντος, ἔνθα τάξιν ἐσχάτην ἔχει,
- Όπως και τώρα από ώρα σε κοιτώ στις ναυτικές σκηνές | του Αίαντα να γυροφέρνεις, πέρα στην άλλη άκρη της παράταξης,
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- καὶ νῦν ἐπὶ σκηναῖς σε ναυτικαῖς ὁρῶ | Αἴαντος, ἔνθα τάξιν ἐσχάτην ἔχει,
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 3-4
Παροιμίες
[επεξεργασία]- (για ευτελείς ανθρώπους ή κακοποιούς) οὐδεὶς οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος: είναι παρόμοια με την έκφραση, που απαντά στον Πλούταρχο (οὐδὲ τὸν ἔσχατον Καρῶν)
Πηγές
[επεξεργασία]- ἔσχατος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἔσχατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔσχατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'ὕπατος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ὕπατος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλάτωνα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Δημοσθένη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)