ἔχοντα
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]ἔχοντα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ἔχων
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ἔχων
![]() |
ἔχοντα