ἕνεκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἕνεκα < → λείπει η ετυμολογία
Πρόθεση[επεξεργασία]
ἕνεκα
- εξαιτίας, χάρη σε κάτι
- ↪ ἕνεκα τοῦ λαβεῖν
- ως προς, όσο εξαρτάται από
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
ἕνεκα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ἕνεκεν
- ποιητικός, ιωνικός τύπος : εἵνεκα ἢ εἵνεκεν
- λακωνικός τύπος : ἕνεκε
- αιολικός τύπος : ἕννεκα
Πηγές[επεξεργασία]
- ἕνεκα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕνεκα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.