Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἕνεκα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ένεκα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἕνεκα < λείπει η ετυμολογία

Πρόθεση

[επεξεργασία]

ἕνεκα

  1. εξαιτίας, χάρη σε κάτι
      ἕνεκα τοῦ λαβεῖν
  2. ως προς, όσο εξαρτάται από

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

ἕνεκα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]