Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἕσπερος

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἕσπερος
      γενική τοῦ ἑσπέρου
      δοτική τῷ ἑσπέρ
    αιτιατική τὸν ἕσπερον
     κλητική ! ἕσπερε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ἕσπερος < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *wésperos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wek⁽ʷ⁾speros. Συγγενή: λατινική vesper (εσπέρα), παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική вєчєръ (večerŭ, εσπέρα).

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἕσπερος, -ου αρσενικό

  1. η εσπέρα, το βράδυ, το σκοτάδι
     8ος αιώνας πκε  Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 423
    οἱ δ᾽ εἰς ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν | τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ᾽ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν. | τοῖσι δὲ τερπομένοισι μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε· | δὴ τότε κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος.
    Στο μεταξύ οι μνηστήρες παραδόθηκαν στο γλέντι· | με τον χορό ευφραίνονταν και το παθητικό τραγούδι, | πότε θα πέσει το σκοτάδι περιμένοντας. | Και μέσα στην ξεφάντωση πέφτει το βράδυ σκοτεινό και μαύρο· | τότε σηκώθηκαν να κοιμηθούν, καθένας τράβηξε στο σπίτι του.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 10 (11). Ἁγησιδἀμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ, 73
    μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις | ὑπὲρ ἁπάντων, καὶ συμμαχία θόρυβον | παραίθυξε μέγαν· ἐν δ᾽ ἕσπερον | ἔφλεξεν εὐώπιδος | σελάνας ἐρατὸν φάος.
    και στριφογύρισε ο Νικέας με το χέρι του τον πέτρινο τον δίσκο | και ρίχνοντάς τον πέρασε όλους τους άλλους· αλαλαγμό | μεγάλο σήκωσαν οι σύντροφοί του· και η σελήνη | ομορφοπρόσωπη με την εράσμια λάμψη της | φώτισε την εσπέρα.
    Μετάφραση (2004): Ιωάννης Οικονομίδης, Αθήνα: Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων @greeklanguage.gr
  2. (αστρονομία) «ἕσπερος ἀστήρ» ο πλανήτης Αφροδίτη, ο Αποσπερίτης
     8ος αιώνας πκε  Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 318
    οἷος δ’ ἀστὴρ εἶσι μετ’ ἀστράσι νυκτὸς ἀμολγῷ | ἕσπερος, ὃς κάλλιστος ἐν οὐρανῷ ἵσταται ἀστήρ, | ὣς αἰχμῆς ἀπέλαμπ’ εὐήκεος, ἣν ἄρ’ Ἀχιλλεὺς | πάλλεν δεξιτερῇ φρονέων κακὸν Ἕκτορι δίῳ, | εἰσορόων χρόα καλόν, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα.
    και όπως μες στ᾽ άστρα προχωρεί λαμπρός ο αποσπερίτης, | που είναι τ᾽ ωραιότερο μες στ᾽ ουρανού τ᾽ αστέρια | τόσον η λόγχη έλαμπε, που στο δεξί του εκείνος | ετίναξε κακόγνωμα στον Έκτορα τον θείον | κοιτώντας ξέσκεπον να εβρεί το τρυφερό του σώμα.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 5, 1129b
    καὶ διὰ τοῦτο πολλάκις κρατίστη τῶν ἀρετῶν εἶναι δοκεῖ ἡ δικαιοσύνη, καὶ οὔθ᾽ ἕσπερος οὔθ᾽ ἑῷος οὕτω θαυμαστός· καὶ παροιμιαζόμενοί φαμεν «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ᾽ ἀρετὴ ἔνι.»
    Αυτός είναι και ο λόγος που η δικαιοσύνη συχνά θεωρείται ως η πιο μεγάλη αρετή, και «ούτε ο αποσπερίτης ούτε το άστρο της αυγής δεν είναι τόσο λαμπερά και θαυμαστά»· μιλώντας επίσης παροιμιακά λέμε «η δικαιοσύνη κλείνει μέσα της όλες μαζί τις αρετές».
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greeklanguage.gr

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ἕσπερος < (επιθετικοποιημένο)
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἕσπερος ἑσπέρ
& ἕσπερος
τὸ ἕσπερον
      γενική τοῦ ἑσπέρου τῆς ἑσπέρᾱς
& ἑσπέρου
τοῦ ἑσπέρου
      δοτική τῷ ἑσπέρ τῇ ἑσπέρ
& ἑσπέρ
τῷ ἑσπέρ
    αιτιατική τὸν ἕσπερον τὴν ἑσπέρᾱν
& ἕσπερον
τὸ ἕσπερον
     κλητική ! ἕσπερε ἑσπέρ
& ἕσπερε
ἕσπερον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἕσπεροι αἱ ἕσπεραι
& ἕσπεροι
τὰ ἕσπερ
      γενική τῶν ἑσπέρων τῶν ἑσπέρων
& ἑσπέρων
τῶν ἑσπέρων
      δοτική τοῖς ἑσπέροις ταῖς ἑσπέραις
& ἑσπέροις
τοῖς ἑσπέροις
    αιτιατική τοὺς ἑσπέρους τὰς ἑσπέρᾱς
& ἑσπέρους
τὰ ἕσπερ
     κλητική ! ἕσπεροι ἕσπεραι
& ἕσπεροι
ἕσπερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἑσπέρω τὼ ἑσπέρ
& ἑσπέρω
τὼ ἑσπέρω
      γεν-δοτ τοῖν ἑσπέροιν τοῖν ἑσπέραιν
& ἑσπέροιν
τοῖν ἑσπέροιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἕσπερος, -ος ή -ᾱ, -ον

  1. εσπερινός, βραδινός
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 3. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ (κέλητι), 19
    καὶ φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν | οὐκ ἔμειν᾽ ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν, | οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων, ἅλικες | οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι | ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ᾽ ἀοιδαῖς· ἀλλά τοι | ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἷα καὶ πολλοὶ πάθον.
    Και φέρνοντας στα σπλάχνα της του θεού το αμόλυντο σπέρμα, | δεν εκαρτέρεψε να ᾽ρθει στο νυφικό τραπέζι | ούτε των υμεναίων την πολύφωνη ιαχή ν᾽ ακούσει | που οι συνομήλικες οι φίλες της παρθένες | προς το βραδάκι, κατά το έθιμο, τους γλυκοτραγουδούνε. | Αλλά κάποιον που μακριά της ήταν ερωτεύθη— | αυτό το παθαίνουνε πολλοί.
    Μετάφραση (1994): Ιωάννης Οικονομίδης, Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη @greeklanguage.gr
  2. δυτικός, που βρίσκεται προς τα δυτικά
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. v874
    [ημιχοριον Α] τί οὖν δή;
    [ημιχοριον Β] πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν ἕσπερον νεῶν.
    [ημιχοριον Α] Λοιπόν τί τρέχει;
    [ημιχοριον Β] Όλη τη δυτική πλευρά στο αραξοβόλι την ψάξαμε βήμα προς βήμα.
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 22
  3. (μεταφορικά) σκοτεινός
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 177
    ἄλλον δ᾽ ἂν ἄλ- | λῳ προσίδοις ἅπερ εὔπτερον ὄρνιν | κρεῖσσον ἀμαιμακέτου πυρὸς ὄρμενον | ἀκτὰν πρὸς ἑσπέρου θεοῦ·
    Κοίτα να δεις, ένας πάνω στον άλλο, κοπαδιαστά, | σαν τα πουλιά χαμοπετούν, σαν την αχόρταγη φωτιά | ορμούν στου σκοτεινού θεού το περιγιάλι.
    Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greeklanguage.gr
    ΣτΕ: εννοείται ο Άδης, ο θεός της δύσης.

Απόγονοι

[επεξεργασία]

ἕσπερος (αρχαία ελληνικά)