ἕψημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: έψημα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἕψημᾰ τὰ ἑψήμᾰτ
      γενική τοῦ ἑψήμᾰτος τῶν ἑψημᾰ́των
      δοτική τῷ ἑψήμᾰτ τοῖς ἑψήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἕψημᾰ τὰ ἑψήμᾰτ
     κλητική ! ἕψημᾰ ἑψήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑψήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἑψημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἕψημα < ἕψω, ἑψη- -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἕψημα ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]