Ἐπιδαύριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἐπιδαύριος < Ἐπίδαυρ(ος) + -ιος

Επίθετο[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἐπιδαύριος Ἐπιδαυρί τὸ Ἐπιδαύριον
      γενική τοῦ Ἐπιδαυρίου τῆς Ἐπιδαυρίᾱς τοῦ Ἐπιδαυρίου
      δοτική τῷ Ἐπιδαυρί τῇ Ἐπιδαυρί τῷ Ἐπιδαυρί
    αιτιατική τὸν Ἐπιδαύριον τὴν Ἐπιδαυρίᾱν τὸ Ἐπιδαύριον
     κλητική ! Ἐπιδαύριε Ἐπιδαυρί Ἐπιδαύριον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἐπιδαύριοι αἱ Ἐπιδαύριαι τὰ Ἐπιδαύρι
      γενική τῶν Ἐπιδαυρίων τῶν Ἐπιδαυρίων τῶν Ἐπιδαυρίων
      δοτική τοῖς Ἐπιδαυρίοις ταῖς Ἐπιδαυρίαις τοῖς Ἐπιδαυρίοις
    αιτιατική τοὺς Ἐπιδαυρίους τὰς Ἐπιδαυρίᾱς τὰ Ἐπιδαύρι
     κλητική ! Ἐπιδαύριοι Ἐπιδαύριαι Ἐπιδαύρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἐπιδαυρίω τὼ Ἐπιδαυρί τὼ Ἐπιδαυρίω
      γεν-δοτ τοῖν Ἐπιδαυρίοιν τοῖν Ἐπιδαυρίαιν τοῖν Ἐπιδαυρίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ἐπιδαύριος, -α, -ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐπιδαύριος οἱ Ἐπιδαύριοι
      γενική τοῦ Ἐπιδαυρίου τῶν Ἐπιδαυρίων
      δοτική τῷ Ἐπιδαυρί τοῖς Ἐπιδαυρίοις
    αιτιατική τὸν Ἐπιδαύριον τοὺς Ἐπιδαυρίους
     κλητική ! Ἐπιδαύριε Ἐπιδαύριοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐπιδαυρίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἐπιδαυρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ἐπιδαύριος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]