Ἐπικηφισιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Επικηφισιά, Ἐπικηφισία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἐπικηφισιᾱ́
      γενική τῆς Ἐπικηφισιᾶς
      δοτική τῇ Ἐπικηφισι
    αιτιατική τὴν Ἐπικηφισιᾱ́ν
     κλητική ! Ἐπικηφισιᾱ́
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἐπικηφισιά < ἐπι- + Κηφισιά• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἐπικηφισιά θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Λήμμα «Ἐπικηφισιά», στο: Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 5 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1929), σ. 710.