Ἑλένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἑλένη | αἱ | Ἑλέναι |
γενική | τῆς | Ἑλένης | τῶν | Ἑλενῶν |
δοτική | τῇ | Ἑλένῃ | ταῖς | Ἑλέναις |
αιτιατική | τὴν | Ἑλένην | τὰς | Ἑλένᾱς |
κλητική ὦ! | Ἑλένη | Ἑλέναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἑλένᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἑλέναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ἑλένη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *Swelenā [1] / *swel-(h₂)-en-eh₂ [2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swel- (φέγγω, λάμπω, καίω) [3]
- Άλλοι το θεωρούν άγνωστης ετυμολογίας Παρετυμολογήθηκε ήδη από την αρχαιότητα. [3][4]
- αβέβαιες θεωρίες:
- αβέβαιη η σύνδεση με το φυτό ἑλένιον ή κατά τον Émile Boisacq την ἑλένη (δάδα)
- Κατά τον Henri Grégoire [5] < *Ϝελένα < *Ϝενένα (με ανομοίωση), συγγενής με τη λατινική Venus
- σύνδεση με τη ρίζα *vel- svel-, όπως σανσκριτική - (svaraṇā, αυτή που λάμπει) [6] ή μια θεότητα της Σπάρτης με όνομα *Σελένα
- σύνδεση με όνομα κάποιας μινωικής θεότητας του φυτικού κόσμου
- σύνδεση με πρωτοϊνδοευρωπαϊκές ρίζες με σημασίες «ήλιος» ή «φώτα»
- μη αποδεκτές θεωρίες
- σύνδεση με τη Σελήνη (κατά τον Γκέοργκ Κούρτιους, Georg Curtius)
- αβέβαιες θεωρίες:
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ἑλένη, -ης θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) η Ελένη, κόρη του Διός και της Λήδας, αδελφή των Διοσκούρων, σύζυγος του Μενελάου
- (ελληνιστική σημασία) η αγία Ελένη, μητέρα του Κωνσταντίνου του Μεγάλου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Ἑλένεια, Ἑλένια (γιορτή των Λακεδαιμονίτων)
- Ἑλένειος, Ἑλεναῖος, Ἑλενειεύς
- Ἑλένειον, Ἑλένιον (ιερό)
- Ἑλενιανοί
- Ἑλενόπολις, Ἑλενούπολις (για την αγία Ελένη)
- Ἑλενοπολῖται
- Ἑλενόποντος, Ἑλενούποντος
- Ἕλενος
- ἑλενοφόντης
- ἑλέπολις, ἑλέπτολις
- → και δείτε τις λέξεις ἑλένη και Ἑλενηφόρια μάλλον διαφορετικού ετύμου
Απόγονοι
[επεξεργασία]Ἑλένη (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: Ἑλένη
- δάνειο προς άλλες γλώσσες: Δείτε Ελένη, μεταφράσεις
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Martin Litchfield West, Indo-European poetry and myth, Oxford University Press, Oxford 2007, ISBN 978-0-19-928075-9, σελ. 137.
- ↑ https://smerdaleos.wordpress.com
- ↑ 3,0 3,1 Ἑλένη σελ. 406-407 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Grégoire, Henri. "L'Etymologie du nom d'Hélène", Bulletin de l'Académie royale des sciences, des lettres et des beaux-arts de Belgique 32 (1946): 255–56.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
[επεξεργασία]- Ἑλένη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἑλένη - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βελόνη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βελόνη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swel- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνική μυθολογία (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)