Ἑλλήνιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἑλλήνιος Ἑλληνί τὸ Ἑλλήνιον
      γενική τοῦ Ἑλληνίου τῆς Ἑλληνίᾱς τοῦ Ἑλληνίου
      δοτική τῷ Ἑλληνί τῇ Ἑλληνί τῷ Ἑλληνί
    αιτιατική τὸν Ἑλλήνιον τὴν Ἑλληνίᾱν τὸ Ἑλλήνιον
     κλητική ! Ἑλλήνιε Ἑλληνί Ἑλλήνιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἑλλήνιοι αἱ Ἑλλήνιαι τὰ Ἑλλήνι
      γενική τῶν Ἑλληνίων τῶν Ἑλληνίων τῶν Ἑλληνίων
      δοτική τοῖς Ἑλληνίοις ταῖς Ἑλληνίαις τοῖς Ἑλληνίοις
    αιτιατική τοὺς Ἑλληνίους τὰς Ἑλληνίᾱς τὰ Ἑλλήνι
     κλητική ! Ἑλλήνιοι Ἑλλήνιαι Ἑλλήνι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἑλληνίω τὼ Ἑλληνί τὼ Ἑλληνίω
      γεν-δοτ τοῖν Ἑλληνίοιν τοῖν Ἑλληνίαιν τοῖν Ἑλληνίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἑλλήνιος < Ἑλλάς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

Ἑλλήνιος -α, -ον (θηλυκό και Ἑλληνίς)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]