Ἑρμίδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἑρμίδιον < υποκοριστικό που παράγεται από το Ἑρμῆς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ἑρμίδιον και Ἑρμῄδιον

  • μικρό αγαλματίδιο του Ερμή