Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ἑωσφόρος

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἑωσφόρος < ἕως (αττικός τύπος του ἠώς) + -φόρος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἑωσφόρος αρσενικό

  1. το αστέρι που φέρνει την αυγή, ο πλανήτης Αφροδίτη, ο Αυγερινός
    ἥλιός τε καὶ ὁ τοῦ Ἑρμοῦ καὶ ἑωσφόρος (Πλάτων, Τίμαιος, 38e)