ἠγαπηκώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Χρόνοι | Απαρέμφατο | μετοχή |
---|---|---|
Ενεργ. Ενεστώτας
Μέσος Ενεστώτας |
ἀγαπᾶν | ἀγαπῶν -ώσα, -ον
ἀγαπώμενος -μένη -νον |
Ενεργ. Μέλλοντας | ἀγαπήσειν | ἀγαπήσων -ουσα, -σα, σον |
Ενεργ. Αόριστος
Μέσος - Παθ. Αόριστος |
ἀγαπῆσαι | ἀγαπήσας -σα, -σαν
ἀγαπηθείς -α-έν |
Ενεργ. Παρακείμενος
Μέσος Παρακείμενος |
ἠγαπηκέναι | ἠγαπηκώς -ία, -ος
ἠγαπημένος, -η, -ο |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἠγαπηκώς < ἀγαπάω
Μετοχή[επεξεργασία]
ἠγαπηκώς, ἠγαπηκυῖα, ἠγαπηκός
- → δείτε τη λέξη ἀγαπάω
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
- με τη μετοχή ἠγαπηκώς σχηματίζεται περιφραστικά και
- η υποτακτική ενεργητικού παρακειμένου
- ἠγαπηκώς ὦ (α΄πρόσωπο ενικού)
- η ευκτική ενεργητικού παρακειμένου
- ἠγαπηκώς εἴην (α΄πρόσωπο ενικού)
- η προστακτική ενεργητικού παρακειμένου
- ἠγαπηκώς ἴσθι (β΄πρόσωπο ενικού)
- η υποτακτική ενεργητικού παρακειμένου
- με τη μετοχή ἠγαπηκώς σχηματίζεται και ο ενεργητικός τετελεσμένος μέλλοντας
- στην οριστική
- ἠγαπηκώς ἔσομαι (α΄πρόσωπο ενικού)
- στην ευκτική
- ἠγαπηκώς ἐσοίμην (α΄πρόσωπο ενικού)
- στο απαρέμφατο
- στη μετοχή
- στην οριστική