ἡβητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἡβητής < ἡβέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἡβητής αρσενικό
- αυτός που περνά απο την παιδική ηλικία σε αυτή της ήβης
ἡβητής αρσενικό