ἡγέομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Αρχικοί χρόνοι | Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἡγοῦμαι | |
Παρατατικός | ἡγούμην | |
Μέλλοντας | ἡγήσομαι - ἡγηθήσομαι | |
Αόριστος | ἡγησάμην - ἡγήθην | |
Παρακείμενος | ἤγημαι | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἡγέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂g-
Ρήμα[επεξεργασία]
- ηγούμαι, άρχω, είμαι επικεφαλής, είμαι ηγέτης, είμαι μπροστά και δείχνω τον δρόμο, διευθύνω,καθοδηγώ
- πιστεύω, νομίζω, θεωρώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ἡγεμών
- ἡγεμονεύω
- ἥγησις
- ἡγέτης
- ἡγεσία
- ἥγημα
- ἡγητέον
- ἡγητήρ
- ἡγητής
- ἡγητικός
- ἡγήτωρ
- ἡγούμενος, ἡγουμένη
Σύνθετα[επεξεργασία]
- καθηγέομαι και καθηγούμαι
- προηγέομαι
- ἀνηγέομαι
- ἀφηγέομαι
- εἰσηγέομαι
- ἐνηγέομαι
- ἐξηγέομαι
- ἐφηγέομαι
- παρηγέομαι
- περιηγέομαι
- προηγέομαι
- σκυλακαγέτις
- συνηγέομαι
- ὑφηγέομαι
- χορηγός
Πηγές[επεξεργασία]
- ἡγέομαι στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἡγέομαι» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.