ἥδυμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἥδυμος τὸ ἥδυμον οἱ, αἱ ἥδυμοι τὰ ἥδυμα
Γενική τοῦ, τῆς ἡδύμου τοῦ ἡδύμου τῶν ἡδύμων τῶν ἡδύμων
Δοτική τῷ, τῇ ἡδύμῳ τῷ ἡδύμῳ τοῖς, ταῖς ἡδύμοις τοῖς ἡδύμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἥδυμον τὸ ἥδυμον τοὺς, τὰς ἡδύμους τὰ ἥδυμα
Κλητική ἥδυμε ἥδυμον ἥδυμοι ἥδυμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἡδύμω
Γενική-Δοτική ἡδύμοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἥδυμος < ἡδύς

Επίθετο[επεξεργασία]

ἥδυμος, -ος, -ον (ἥδῠμος)

Βαθμοί επιθέτου[επεξεργασία]

ἥδυμος
ἡδυμέστερος
ἡδυμέστατος
ἡδύμως
ἡδυμέστερον
ἡδυμέστατα

Συγγενικά[επεξεργασία]