ἰάομαι
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἰάομαι < ρίζ. ια- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḫeu̯is
Ρήμα
[επεξεργασία]ἰάομαι -ῶμαι
- γιατρεύω
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ἀκέομαι -οῦμαι
- θεραπεύω
- επιμελούμαι