ἰασμέλαιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἰασμέλαιον τὰ ἰασμέλαι
      γενική τοῦ ἰασμελαίου τῶν ἰασμελαίων
      δοτική τῷ ἰασμελαί τοῖς ἰασμελαίοις
    αιτιατική τὸ ἰασμέλαιον τὰ ἰασμέλαι
     κλητική ! ἰασμέλαιον ἰασμέλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰασμελαίω
γεν-δοτ τοῖν  ἰασμελαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἰασμέλαιον < ἰάσμ(η) + -έλαιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἰασμέλαιον ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]