Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἰατρός

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ιατρός

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῑᾱτρ-
ονομαστική / ἰατρός οἱ/αἱ ἰατροί
      γενική τοῦ/τῆς ἰατροῦ τῶν ἰατρῶν
      δοτική τῷ/τῇ ἰατρ τοῖς/ταῖς ἰατροῖς
    αιτιατική τὸν/τὴν ἰατρόν τοὺς/τὰς ἰατρούς
     κλητική ! ἰατρέ ἰατροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰατρώ
γεν-δοτ τοῖν  ἰατροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἰατρός < ἰά(ομαι) + -τρός.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iː.aː.tɾós/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἰατρός, -οῦ (ῑᾱ) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]