ἰατρός
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ῑᾱτρ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἰατρός | οἱ/αἱ | ἰατροί | |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἰατροῦ | τῶν | ἰατρῶν | |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἰατρῷ | τοῖς/ταῖς | ἰατροῖς | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἰατρόν | τοὺς/τὰς | ἰατρούς | |
| κλητική ὦ! | ἰατρέ | ἰατροί | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰατρώ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰατροῖν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ἰατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iː.aː.tɾós/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ῑ‐ᾱ‐τρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἰατρός, -οῦ (ῑᾱ) αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική) ιατρός, επιστήμονας που εξασκεί την ιατρική
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 473 (472-475)
- Πέπονθας αἰκὲς πῆμ’ ἀποσφαλεὶς φρενῶν
Πλάνῃ, κακὸς δ’ ἰατρὸς ὥς τις ἐς νόσον
Πεσὼν ἀθυμεῖς καὶ σεαυτὸν οὐκ ἔχεις
Εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος.- Έπαθες άπρεπο κακό. Του νου σου το ξεστράτισμα
σε παρασέρνει και, σαν τον κακό γιατρό που αρρώστησε
κι αυτός, βαριά πικραίνεσαι και δε μπορείς
να βρεις για σένα φάρμακο να σε γιατρέψει. - Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- Έπαθες άπρεπο κακό. Του νου σου το ξεστράτισμα
- Πέπονθας αἰκὲς πῆμ’ ἀποσφαλεὶς φρενῶν
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 473 (472-475)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ἰατρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰατρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρός (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχύλο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)