ἰδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἰδικός | ἡ | ἰδική | τὸ | ἰδικόν |
γενική | τοῦ | ἰδικοῦ | τῆς | ἰδικῆς | τοῦ | ἰδικοῦ |
δοτική | τῷ | ἰδικῷ | τῇ | ἰδικῇ | τῷ | ἰδικῷ |
αιτιατική | τὸν | ἰδικόν | τὴν | ἰδικήν | τὸ | ἰδικόν |
κλητική ὦ! | ἰδικέ | ἰδική | ἰδικόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἰδικοί | αἱ | ἰδικαί | τὰ | ἰδικᾰ́ |
γενική | τῶν | ἰδικῶν | τῶν | ἰδικῶν | τῶν | ἰδικῶν |
δοτική | τοῖς | ἰδικοῖς | ταῖς | ἰδικαῖς | τοῖς | ἰδικοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἰδικούς | τὰς | ἰδικᾱ́ς | τὰ | ἰδικᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἰδικοί | ἰδικαί | ἰδικᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰδικώ | τὼ | ἰδικᾱ́ | τὼ | ἰδικώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἰδικοῖν | τοῖν | ἰδικαῖν | τοῖν | ἰδικοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἰδικός < εἰδικός < αρχαία ελληνική εἶδος
- ἰδικός < αρχαία ελληνική ἴδιος < ἕ + -δ- + -ιος
Επίθετο[επεξεργασία]
ἰδικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)