ἰθύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἰθύνω < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἰθύνω [ῑ, ῡ]

  1. ισιώνω
     συνώνυμα: ἐξιθύνω
  2. οδηγώ σε ευθεία γραμμή
  3. κατευθύνω, καθοδηγώ
     συνώνυμα: ἐπιθύνω, ἐπευθύνω
  4. διευθύνω, κυβερνώ
  5. (για δίκες, για δικαστή) επανορθώνω άδικες κρίσεις
    1. (παθητικό) τιμωρούμαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]