ἰθύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἰθύνω < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἰθύνω [ῑ, ῡ]
- ισιώνω
- οδηγώ σε ευθεία γραμμή
- κατευθύνω, καθοδηγώ
- διευθύνω, κυβερνώ
- (για δίκες, για δικαστή) επανορθώνω άδικες κρίσεις
- (παθητικό) τιμωρούμαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἰθύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰθύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.