ἰοδόκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἰοδόκος < ιός + -δόκος (< δέχομαι)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἰοδόκος

  • επίθετο που αναφέρεται στην φαρέτρα που φέρει βέλη, κυριολεκτικά «αυτός/ή που φέρει βέλη»
    ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη ἰοδόκος (Οδύσσεια Φ΄)

Πηγές[επεξεργασία]