ἰσόνειρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἰσόνειρος < ἴσος + ὄναρ

Επίθετο[επεξεργασία]

ἰσόνειρος ὁ, ἡ ἰσόνειρος, τό ἰσόνειρον

  1. που είναι ίδιος με όνειρο, φανταστικός
  2. μάταιος, κενός