ἰσόνειρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἰσόνειρος ὁ, ἡ ἰσόνειρος, τό ἰσόνειρον
- που είναι ίδιος με όνειρο, φανταστικός
- μάταιος, κενός