Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἰχθυοπωλεῖον

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἰχθυοπώλιον
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἰχθυοπωλεῖον τὰ ἰχθυοπωλεῖ
      γενική τοῦ ἰχθυοπωλείου τῶν ἰχθυοπωλείων
      δοτική τῷ ἰχθυοπωλεί τοῖς ἰχθυοπωλείοις
    αιτιατική τὸ ἰχθυοπωλεῖον τὰ ἰχθυοπωλεῖ
     κλητική ! ἰχθυοπωλεῖον ἰχθυοπωλεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰχθυοπωλείω
γεν-δοτ τοῖν  ἰχθυοπωλείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἰχθυοπωλεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἰχθύς, ἰχθυο- + -πωλεῖον (< ἰχθυοπωλέω < πωλέω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἰχθυοπωλεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]