ἱδρώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἱδρώς | οἱ | ἱδρῶτες |
γενική | τοῦ | ἱδρῶτος | τῶν | ἱδρώτων |
δοτική | τῷ | ἱδρῶτῐ | τοῖς | ἱδρῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | ἱδρῶτᾰ | τοὺς | ἱδρῶτᾰς |
κλητική ὦ! | ἱδρώς | ἱδρῶτες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱδρῶτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱδρώτοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἱδρώς' όπως «ἱδρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἱδρώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swidrōs < *sweyd-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἱδρώς αρσενικό, θηλυκό στην Αιολική διάλεκτο
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἱδρώς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἱδρώς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἱδρώς' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)