ἱεράομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἱεράομαι - ἱερῶμαι (συνηρημένο)
- γίνομαι ιερέας
- υπηρετώ θεό, ή θεούς
ἱεράομαι - ἱερῶμαι (συνηρημένο)