ἱεραγωγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱεραγωγός < ἱεραγέω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἱεραγωγός, -ος, -ον

  1. αυτός που ιεραγεί, που μεταφέρει ιερά σκεύη, ή ιερές προσφορές (π.χ. ζώα προς θυσία)
    ἱεραγωγός ναῦς

Συνώνυμα[επεξεργασία]