ἱερακίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱερακίτης < ἱέραξ + -ιτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἱερακίτης

  • είδος λίθου που φέρει το χρώμα του λαιμού του ἱέρακα