ἱερακοκτόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱερακοκτόνος < ἱέραξ + κτόνος (< κτείνω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἱερακοκτόνος, -ος, -ον

  • αυτός που σκοτώνει ἱέρακες.