ἱερατεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱερατεύω < ἱερεύς + -ευω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἱερατεύω

  1. είμαι ιερέας, είμαι ιέρεια.
  2. είμαι λειτουργός θεού, ή θεών

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα ἱερατεύω απαντάται μόνο σε ενεστώτα και μέλλοντα, οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι, αναφέρεται από τον Λουκιανό (1, 8)