ἱεροκῆρυξ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἱεροκηρῡκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἱεροκῆρυξ | οἱ | ἱεροκήρυκες | |
γενική | τοῦ | ἱεροκήρυκος | τῶν | ἱεροκηρύκων | |
δοτική | τῷ | ἱεροκήρυκῐ | τοῖς | ἱεροκήρυξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἱεροκήρυκᾰ | τοὺς | ἱεροκήρυκᾰς | |
κλητική ὦ! | ἱεροκῆρυξ | ἱεροκήρυκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱεροκήρυκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱεροκηρύκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἱεροκῆρυξ αρσενικό
- ο κήρυκας των ιερών τελετών
- (ελληνιστική σημασία) αυτός που κηρύττει τον θείο λόγο
Πηγές
[επεξεργασία]- ἱεροκῆρυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱεροκῆρυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ἱερο- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)