ἱερολογέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἱερολογέω παρασύνθετο του ἱερολόγος
Ρήμα[επεξεργασία]
ἱερολογέω - ἱερολογῶ (συνηρημένο)
- ομιλώ για ιερά ζητήματα, πράγματα
- διεξάγω θρησκευτικές συζητήσεις
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το ρήμα ἱερολογέω - ἱερολογῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα, οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι