ἱερομηνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱερομηνία < ἱερός + μήν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἱερομηνία θηλυκό

  1. ιερή περίοδος του μηνός
  2. περίοδος ιερών ημερών
  3. περίοδος διακοπής εχθροπραξιών

Παράγωγα[επεξεργασία]