ἱεροσυλέω
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἱεροσυλέω παρασύνθετο του ἱερόσυλος
Ρήμα
[επεξεργασία]ἱεροσυλέω - ἱεροσυλῶ (συνηρημένο)
- ληστεύω ιερούς ναούς
- κλέβω ιερά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- το ρήμα ἱεροσυλέω - ἱεροσυλῶ δεν απαντάται σ΄ όλους τους χρόνους, αναφέρεται στον Αριστοφάνη (Σφ. 845)