Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἱεροσυλέω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἱεροσυλέω παρασύνθετο του ἱερόσυλος

ἱεροσυλέω - ἱεροσυλῶ (συνηρημένο)

  1. ληστεύω ιερούς ναούς
  2. κλέβω ιερά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • το ρήμα ἱεροσυλέω - ἱεροσυλῶ δεν απαντάται σ΄ όλους τους χρόνους, αναφέρεται στον Αριστοφάνη (Σφ. 845)