ἴνδικτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἴνδικτος < (άμεσο δάνειο) λατινική indictus (καθορισμένος, προφορά /inˈdik.tus/) με μετακίνηση τόνου[1] < indico < dico
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἴνδικτος θηλυκό
- η ινδικτιώνα, περίοδος 15 χρόνων ως χρονολογική μονάδα (στη ρωμαϊκή περίοδο για τον υπολογισμό φόρου). Γενικεύτηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄ το 312.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ίνδικτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- ἴνδικτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)