ἴον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἴον < *Ϝιον, συγγενικό με το λατινικό viola, και τα δύο άγνωστης ετυμολογίας. Ο Chantraine [1] υποθέτει ότι και οι δύο λέξεις προέρχονται από το μεσογειακό υπόστρωμα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἴον ουδέτερο, δοτ.πληθ.: ἰάσι
Σύνθετα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Chantraine, Pierre. Dictionnaire étymologique de la langue grecque. [Ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής] (στα γαλλικά) Παρίσι: Klincksieck, 1968
Πηγές[επεξεργασία]
- «ἴον» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ἴον» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.