ἴσχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἴσχω < τύπος του ἔχω (με -σχ-)→ λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ἴσχω
- κωλύω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, περιορίζω
- σταματώ, διακόπτω
- ἴσχε στάσου! σταμάτα!
- απέχω, απομακρύνομαι από κάτι
- είμαι αγκυροβολημένος
- σταματώ, διακόπτω
- έχω στην κατοχή μου, διατηρώ, κρατώ, κατέχω, φυλάω σαν κτήμα μου
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Απαντά μόνο σε ενεστώτα, ενεργητικό παρατατικό ἴσχον και παθητικό παρατατικό γ' πρόσωπο ἴσχετο[1]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ τύποι του ἴσχω στο ΜΟΡΦΩ, Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ἴσχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴσχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.