ἵστασθαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Απαρέμφατο[επεξεργασία]
ἵστασθαι
- απαρέμφατο μεσοπαθητικού ενεστώτα (ἵσταμαι) του ἵστημι
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 4, 3.21
- πρῲ δὲ Γῦλιν τὸν πολέμαρχον παρατάξαι τε ἐκέλευε τὸ στράτευμα καὶ τροπαῖον ἵστασθαι,
- Το πρωί ο Αγησίλαος πρόσταξε τον πολέμαρχο Γύλι να παρατάξει τον στρατό και να στήσει τρόπαιο·
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη:ΚΕΓ @greek‑language.gr
- πρῲ δὲ Γῦλιν τὸν πολέμαρχον παρατάξαι τε ἐκέλευε τὸ στράτευμα καὶ τροπαῖον ἵστασθαι,
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 4, 3.21