ἵστωρ
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἵστωρ < από το θέμα Ϝιδ του ρήματος εἴδω και οἶδα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd-
Επίθετο
[επεξεργασία]ἵστωρ αρσενικό ή θηλυκό
ἵστωρ αρσενικό ή θηλυκό