ὀκτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
ὀκτώ
- ο αριθμός οκτώ, άκλιτο: οἱ ὀκτώ, αἱ ὀκτώ και τά ὀκτώ
- ὀκτώκαιδέκα= το 18
[επεξεργασία]
- ὀκτάκις
- ὀκτακόσιοι
- ὀκταπλάσιος
- ὀκτάς,-άδος
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ὀκτάβλωμος (απο 8 κομμάτια απαρτιζόμενος ή κομμένος στα 8)
- ὀκτάεδρος
- ὀκταετής
- ὀκτάκνημος
- ὀκταπόδης και ὀκτώπους (μήκους οκτώ ποδών)
- ὀκτάπους (που έχει οκτώ πόδια)
- ὀκτάρρυμος (συρόμενος από 8 ζεύγη αλόγων)