ὀκτώηχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὀκτώηχος < αρχαία ελληνική ὀκτώ ὀκτώ- + ἦχος (< ἠχή)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὀκτώηχος θηλυκό
- (βυζαντινή μουσική, χριστιανισμός) άλλη μορφή του ὀκτάηχος: η οκτώηχος