ὀνθυλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀνθυλεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ὀνθυλεύω (& μονθυλεύω)

  1. μαγειρεύω
  2. βάζω γέμιση σε κρέας, παραγεμίζω
    Tὰ δὲ τῶν μαγείρων ἔργα ἀφεῦσαι, εὗσαι, καθῆραι, κόψαι, τεμεῖν διατεμεῖν, ῥαχίσαι, ἑψῆσαι, ὀπτῆσαι, ἐπανθρακῶσαι, μάξαι, διηθεῖν, διαττᾶν, ἀποβράττειν, τρίβειν ἐν θυΐᾳ, σταθεύειν, ἡδύνειν, ἀρτύειν, σκευάζειν, ὀνθυλεύειν. (Ιούλιος Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, 6, 91, 6)
  3. ὠνθυλευμένος: παραγεμιστός

Συγγενικά[επεξεργασία]