ὀξυβάφιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὀξυβάφιον | τὰ | ὀξυβάφιᾰ |
γενική | τοῦ | ὀξυβαφίου | τῶν | ὀξυβαφίων |
δοτική | τῷ | ὀξυβαφίῳ | τοῖς | ὀξυβαφίοις |
αιτιατική | τὸ | ὀξυβάφιον | τὰ | ὀξυβάφιᾰ |
κλητική ὦ! | ὀξυβάφιον | ὀξυβάφιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀξυβαφίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀξυβαφίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀξυβάφιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὀξύβαφ(ον) + υποκοριστικό επίθημα -ιον. Μορφολογικά αναλύεται σε (ὀξύς) ὀξυ- + βαφ- (βάπτω) + -ιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀξυβάφιον ουδέτερο (ῠ)
Πηγές[επεξεργασία]
- ὀξυβάφιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ιον (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ὀξυ- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)