ὀξυπύθμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οξυπύθμενος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀξυπύθμενος τὸ ὀξυπύθμενον
      γενική τοῦ/τῆς ὀξυπυθμένου τοῦ ὀξυπυθμένου
      δοτική τῷ/τῇ ὀξυπυθμέν τῷ ὀξυπυθμέν
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀξυπύθμενον τὸ ὀξυπύθμενον
     κλητική ! ὀξυπύθμενε ὀξυπύθμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀξυπύθμενοι τὰ ὀξυπύθμεν
      γενική τῶν ὀξυπυθμένων τῶν ὀξυπυθμένων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀξυπυθμένοις τοῖς ὀξυπυθμένοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀξυπυθμένους τὰ ὀξυπύθμεν
     κλητική ! ὀξυπύθμενοι ὀξυπύθμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀξυπυθμένω τὼ ὀξυπυθμένω
      γεν-δοτ τοῖν ὀξυπυθμένοιν τοῖν ὀξυπυθμένοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀξυπύθμενος < αρχαία ελληνική (ὀξύς) ὀξυ- + (πυθμήν) πυθμέν(ος) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ὀξυπύθμενος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. με αιχμηρή, μυτερή βάση, όπως για οστρακόδερμα, με μυτερή άκρη (Ὀρειβάσιος, ἰατρός 2.58.85)
  2. (μουσική) συνώνυμο του ὀξύπυκνος, που βρίσκεται στην ψηλή περιοχή του πυκνοῦ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]