Μετάβαση στο περιεχόμενο

ὀξύνω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: οξύνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὀξύνω < ὀξύς + -ύνω[1][2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: οξύνω

ὀξύνω

  1. κάνω κάτι κοφτερό
  2. ακονίζω, τροχίζω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Για το νεοελληνικό ξύνω  δείτε τη λέξη ξύω διαφορετικής ετυμολογίας.

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. οξύνω s.v. -ύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. οξύνω < ὀξύ(ς) + -νω s.v. οξύς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.