ὀπάλλιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀπάλλιος < παράλληλα με το αρσενικό ουσιαστικό (λατινικά) opalus < σανσκριτικά: उपल (μεταγραφή σε λατινικούς χαρακτήρες: upala) «πολύτιμος λίθος» (λόγω της Ινδικής εισαγωγής του)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὀπάλλιος αρσενικό

Επίθετο[επεξεργασία]

ὀπάλλιος αρσενικό ή θηλυκό, (τό) ὀπάλλιο ουδέτερο