ὀπτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὀπτός | ὀπτή | ὀπτόν | ὀπτοί | ὀπταί | ὀπτά |
Γενική | ὀπτοῦ | ὀπτῆς | ὀπτοῦ | ὀπτῶν | ὀπτῶν | ὀπτῶν |
Δοτική | ὀπτῷ | ὀπτῇ | ὀπτῷ | ὀπτοῖς | ὀπταῖς | ὀπτοῖς |
Αιτιατική | ὀπτόν | ὀπτήν | ὀπτόν | ὀπτούς | ὀπτάς | ὀπτά |
Κλητική | ὀπτέ | ὀπτή | ὀπτόν | ὀπτοί | ὀπταί | ὀπτά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὀπτώ | ὀπτά | ||||
Γενική-Δοτική | ὀπτοῖν | ὀπταῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀπτός < ἕψω / ὀπτάω
- ὀπτός < αρχαία ελληνική ὁράω / ὁρῶ
Επίθετο 1[επεξεργασία]
ὀπτός, -ή, -όν
Επίθετο 2[επεξεργασία]
ὀπτός, -ή, -όν