ὀρίγανον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὀρίγανον | τὰ | ὀρίγανᾰ |
γενική | τοῦ | ὀριγάνου | τῶν | ὀριγάνων |
δοτική | τῷ | ὀριγάνῳ | τοῖς | ὀριγάνοις |
αιτιατική | τὸ | ὀρίγανον | τὰ | ὀρίγανᾰ |
κλητική ὦ! | ὀρίγανον | ὀρίγανᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀριγάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀριγάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀρίγανον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀρίγανον ουδέτερο
- (φυτό) φυτό που από τα φύλλα του και το άνθος της, η ρίγανη, χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική
- (συνεκδοχικά) (μεταφορικά) άνθρωπος στρυφνός και δύστροπος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ὀρίγανον βλέπει: έχει ξινισμένα μούτρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)